Η Ηλικιακή Εκφύλιση της Ωχράς Κηλίδας (ΗΕΩ) είναι μια πάθηση των οφθαλμών που παρουσιάζεται συνήθως σε ηλικίες άνω των 50 ετών. Πρόκειται για μια εκφυλιστική και προοδευτική οφθαλμική νόσο, που προσβάλλει το σημείο της κεντρικής μας όρασης, την ωχρά κηλίδα.

Οι εκφυλιστικές αλλαγές στην ωχρά κηλίδα οδηγούν σε απώλεια της κεντρικής όρασης και της αντίληψης των χρωμάτων, με ταυτόχρονη παραμόρφωση των εικόνων, αυτό που είναι γνωστό ως μεταμορφοψία.

Η εκφύλιση της ωχράς σχετίζεται τις περισσότερες φορές με την ηλικία και το οικογενειακό ιστορικό. Επίσης, παρατηρείται σε μεγαλύτερη συχνότητα στους καπνιστές, τους παχύσαρκους, τους υπερτασικούς και σε ασθενείς με καρδιοαγγειακές παθήσεις. Υπάρχουν δύο τύποι. Διακρίνεται στην ξηρά και την υγρά μορφή.

Α) Ξηρού τύπου εκφύλιση της ωχράς κηλίδας: Είναι η πιο συχνή μορφή και παρατηρείται στο 85%-90% των ανθρώπων. Εμφανίζονται στην κλινική εξέταση κιτρινωπές εναποθέσεις (Drusen) κάτω από τον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού. Αυτά τα ευρήματα είναι συνήθως τα πρώτα σημάδια. Καθώς οι εναποθέσεις επιμένουν και μεγεθύνονται, προκαλούν την μόνιμη και μη αναστρέψιμη καταστροφή των φωτουποδοχέων του ματιού, με αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση της κεντρικής όρασης.

Β) Υγρού τύπου εκφύλιση της ωχράς κηλίδας: Αυτή η μορφή προκαλεί γρήγορη και μεγάλη μείωση της οπτικής οξύτητας και παρατηρείται στο 10%-15% των ασθενών. Σε αυτή τη μορφή, αναπτύσσονται ανώμαλα νεοαγγεία κάτω από τον αμφιβληστροειδή. Τα νέα αυτά αγγεία είναι παθολογικά και πέραν της παραμόρφωσης που προκαλούν στο αμφιβληστροειδή χιτώνα, μπορούν να αιμορραγήσουν ή να εκλύουν υγρό (οίδημα της ωχράς κηλίδας. Επίσης με την εξέλιξη μπορεί να αναπτυχθεί ουλώδης ιστός που αλλοιώνει πλήρως την όραση του παθολογικού ματιού.

Διάγνωση:

Η διάγνωση γίνεται με την φωτογράφιση του οπίσθιου μέρους του ματιού με την μέθοδο της οπτικής τομογραφίας συνοχής OCT και με την νέα μέθοδο της αγγειογραφίας OCTA που επιβεβαιώνει ή όχι κατά πόσο η πάθηση βρίσκεται σε ενεργό ή όχι φάση.

Θεραπεία:

Δυστυχώς για την ξηρά μορφή δεν υπάρχει θεραπεία. Σε σοβαρές περιπτώσεις ειδικά πολυβιταμινούχα έχει παρατηρηθεί ότι μπορούν να σταματήσουν την εξέλιξη της νόσου.

Η αντιμετώπιση της υγράς μορφής γίνεται με ενδοϋαλοειδικές ενέσεις οι οποίες στοχεύουν στο να καταστέλλουν την ανάπτυξη των ανώμαλων αγγείων άρα και τις επιπλοκές που μπορούν να προκύψουν από αυτά. Έτσι, φάρμακα όπως τα Lucentis, Avastin ή Eylea, που συντελούν στην αναστολή του VEGF (παράγοντα που προωθεί την ανάπτυξη των αγγείων), μπορεί να βοηθήσουν στο να σταματήσει η απώλεια της όρασης και να διατηρηθεί στα υπάρχοντα επίπεδα. Αυτό συμβαίνει στο 70%-80% περίπου των ασθενών. Είναι σημαντικό, επίσης, ότι το 20-30% των ασθενών παρουσιάζουν βελτίωση της όρασης. Οι ενέσεις γίνονται ανά διαστήματα και μπορεί να χρειαστούν αρκετές έως ότου επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Το κυριότερο είναι ότι η θεραπεία πρέπει να αρχίσει με τα πρώτα συμπτώματα της ασθένειας και όχι σε προχωρημένες μορφές. Όσο νωρίτερα ανακαλυφθεί η νεοαγγείωση, τόσο πιθανότερο είναι να σωθεί μεγαλύτερο ποσοστό της κεντρικής όρασης.

Η αντιμετώπιση της ηλικιακής εκφύλισης της ωχράς αποτελεί ένα πεδίο ευρύτατης και εντατικής επιστημονικής έρευνας, κυρίως στις ΗΠΑ, προκειμένου να παραχθούν νέα, πιο αποτελεσματικά φάρμακα, που θα περιορίζουν τις οδυνηρές επιπτώσεις της ασθένειας.